ανεμόμετρο

ανεμόμετρο
Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των στροφών που καταγράφει ο μετρητής σε μία μονάδα χρόνου. Επειδή η διεύθυνση και η ταχύτητα του ανέμου αλλάζουν συχνά, έχουν κατασκευαστεί πιο πολύπλοκες συσκευές, οι καλούμενοι ανεμογράφοι.Στα όργανα αυτά η κίνηση του κινητού τμήματος μεταδίδεται μηχανικά ή με ηλεκτρισμό σε αυτογραφικά όργανα, που χαράσσουν πάνω σε ειδικό χαρτί, προσαρμοσμένο σε περιστρεφόμενο κύλινδρο, διαγράμματα τα οποία δείχνουν την ταχύτητα και τη διεύθυνση του ανέμου σε συνάρτηση με τον χρόνο. Υπάρχουν επίσης α. με πίεση, όπου ένα εύκαμπτο έλασμα τοποθετείται απέναντι στον άνεμο· η θέση που παίρνει κατά καιρούς, δείχνει την ταχύτητα του ανέμου. Το α. θερμού συστήματος αποτελείται από ένα μεταλλικό σπείρωμα, από λευκόχρυσο ή νικέλιο, που θερμαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα. Η μεταβολή της ηλεκτρικής αντίστασης, που οφείλεται στην ψύξη –συνάρτηση της ταχύτητας του ανέμου και της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος– επιφέρει μεταβολή του ηλεκτρικού ρεύματος. Από τη μέτρηση της έντασης του ρεύματος αυτού εξάγεται η ταχύτητα της ροής του ανέμου, που τη διαβάζουμε σε βαθμονομημένη κλίμακα. Ανεμόμετρο άμεσης ανάγνωσης με ημισφαιρικά κύπελλα: το κατακόρυφο πτερύγιο (ανεμοδείκτης) δείχνει τη διεύθυνση του ανέμου (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεμόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας ή της έντασης του ανέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Σοσίρ — (Saussure). Επώνυμο δύο Ελβετών επιστημόνων. 1. Οράτιος Βενέδικτος ντε (1740 – 1799). Φυσιολόγος. Ανάλαβε μια σειρά επιστημονικά ταξίδια στις Άλπεις και πήρε μέρος σε δυο αναρριχήσεις στο Λευκό Όρος. Σε όλες τις περιπτώσεις έκανε πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”